εὐδοκήσεις

εὐδοκήσεις
εὐδόκησις
satisfaction
fem nom/voc pl (attic epic)
εὐδόκησις
satisfaction
fem nom/acc pl (attic)
εὐδοκέω
to be well pleased
aor subj act 2nd sg (epic)
εὐδοκέω
to be well pleased
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοκαύτωμα — το (Α ολοκαύτωμα) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά 2. μτφ. ολοκληρωτική και οδυνηρή θυσία, ιδίως για ένα ιδανικό («το ολοκαύτωμα τού Αρκαδίου») αρχ. προσφερόμενο θύμα το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”